Ημαθία : Ήθη και έθιμα του Μεγάλου Σαββάτου και της Κυριακής του Πάσχα

Το Πάσχα με απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, το 325 μ.Χ., ορίστηκε να γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας.

Με τη λέξη Πάσχα, Λαμπρή και Λαμπρά (Κύπρο) εννοούμε δυο βδομάδες που αρχίζουν από την Ανάσταση του Λαζάρου και τελειώνουν την Κυριακή του Θωμά.

Από τα βυζαντινά χρόνια, τον καιρό της τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα σ’ όλη την χώρα  οι χριστιανοί προετοιμάζονται καιρό πριν για τις πασχαλινές γιορτές, γιατί το Πάσχα είναι η μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού

Τα Πασχαλινά έθιμα της Ημαθίας

Το Μεγάλο Σάββατο 
Από το πρωί, οι άντρες του κάθε σπιτιού έσφαζαν το αρνί του και οι γυναίκες καταγίνονταν με τις τελευταίες προετοιμασίες για το Πάσχα.

Το απόγευμα, οι άντρες συνεπικουρούμενοι από τους ηλικιωμένους, ετοίμαζαν τον φούρνο για το ψήσιμο του αρνιού, στους οποίους αφού τοποθετούσαν τα ταψιά με τα αρνιά να σιγοψήνονται μέχρι το πρωί της επομένης. Για τον λόγο αυτό, το αρνί που έτρωγαν το Πάσχα, το ονόμαζαν "κλειστό". Συνήθως, τα αρνιά τους, τα έψηναν σε έναν φούρνο ανά τρεις ή τέσσερις οικογένειες, ανάλογα με το μέγεθος του φούρνου και τον αριθμό των ταψιών που χωρούσε.

Ένας από τους άντρες κατασκεύαζε λάσπη σε μια γωνία με βαρκό (αργιλώδες) και κάποιος άλλος έκαιγε καλά το φούρνο, χρησιμοποιώντας εκτός των άλλων προς καύση υλικών και κληματσίδες (κληματόβεργες) που θα έδιναν ιδιαίτερο άρωμα στο αρνί.

Όταν ο φούρνος ήταν έτοιμος, τοποθετούσαν τα αρνιά μέσα σε βαθιά ταψιά μαζί με ρύζι, στο οποίο συνήθιζαν μόνο την ημέρα αυτή να βάζουν και σταφίδες. Επάνω από τα αρνιά έβαζαν την τσίπα τους (σκέπη του στομαχιού) και επάνω απ΄αυτήν τοποθετούσαν δύο κεραμίδες, που τις κάλυπταν με ένα ανοιγμένο φύλλο από ζυμάρι, για να προφυλαχτεί το αρνί από την πύρα και να σιγοψηθεί.

Μόλις φούρνιζαν τα ταψιά, έχτιζαν αμέσως την είσοδο του φούρνου με τούβλα ή την κλείστρα του (φορητή πόρτα από λαμαρίνα), για να μην χαθεί η πύρα, χρίζοντας την (αλείφοντας) με λάσπη από το βαρκό χώμα και το άχυρο, για να μην υπάρχει καμία χαραμάδα, να μην μπαίνει μέσα στο φούρνο αέρας και καούν έτσι τα αρνιά. Πολλές φορές, τους φούρνους τους φύλαγε κάποιος ηλικιωμένος όλο το βράδυ, για να μην τους σκάψουν τα σκυλιά και αφαιρέσουν κάποιο αρνί.

Το βράδυ, επισκέπτονταν την εκκλησία όλοι, ακόμη και όσου πενθούσαν. Στο σπίτι έμενε μόνο μία από τις γυναίκες για να ετοιμάσει το τραπέζι με την μαγειρίτσα, καθώς και όσοι ήταν βαριά ασθενείς ή πολύ ηλικιωμένοι και ανίκανοι να βαδίσουν. Πριν ο ιερέας βγει στην Ωραία Πύλη για να ψάλλει το "δεύτε λάβετε φως", έσβηναν όλα τα φώτα της εκκλησίας και οι ανύπαντροι νέοι έσπευδαν να πάρουν φως, συναγωνιζόμενοι για το ποιος θα το λάβει πρώτος, διότι πίστευαν ότι θα έχει ευλογία και τύχη. Κατόπιν, όλοι έβγαιναν έξω από τον ναό και όταν ο ιερέας έλεγε το "Χριστός Ανέστη", τότε οι νέοι έριχναν στον αέρα τουφεκιές με τα όπλα τους.

Πριν το 1912, όταν ήταν ακόμη ραγιάδες, έπαιρναν για τον σκοπό αυτό ειδική άδεια από το πλησιέστερο Καρακόλι (τμήμα της Τουρκικής χωροφυλακής). Όλοι αντάλλαζαν μεταξύ τους ευχές και τσούγκριζαν τα αυγά τους, που ο καθένας είχε στην τσέπη από το σπίτι του. Κατόπιν, οι πιο ηλικιωμένοι και όσοι ήθελαν να μεταλάβουν, κάθονταν στην εκκλησία μέχρι το τέλος της Θείας Λειτουργίας, η οποία ομολογουμένως, παρά την μακρά διάρκειά της, ήταν από τις πιο αγαπητές στους Ρουμλουκιώτες. Οι υπόλοιποι, αφού ασπάζονταν το Ιερό Ευαγγέλιο και την εικόνα της Αναστάσεως, επέστρεφαν στο σπίτι τους, φέρνοντας μαζί τους και το Αναστάσιμο Φως.

Εκεί, κάποιος σχημάτιζε στην πόρτα με τον καπνό από την λαμπάδα του το σημείο του σταυρού, σταυρώνοντάς την τρεις φορές και παρέδιδε το φως στην νοικοκυρά για να ανάψει το καντήλι στο εικονοστάσι. Έπειτα, όλοι κάθονταν γύρω από τον σοφρά για να σερβιριστεί η μαγειρίτσα και έτρωγαν σε πολύ εύθυμη ατμόσφαιρα, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους ευχές για υγεία, πρόοδο στο σχολείο, καλή τύχη και ευτυχία και τσούγκριζαν τα αυγά τους.

Την Κυριακή του Πάσχα
Την Κυριακή του Πάσχα, οι νοικοκυρές σηκώνονταν αρκετά νωρίς το πρωί, για να ετοιμάσουν τις Πασχαλιές που θα πρόσφεραν τα παιδιά τους στον νονό και στους παππούδες τους και οι αρραβωνιασμένες κοπέλες στον πεθερό, στον μεγαλύτερο κουνιάδο τους και την γυναίκα του.

Η Πασχαλιά ήταν ένα ψωμί που το έψηναν τη Μ. Τετάρτη ή την Μ. Πέμπτη μέσα σε ταψιά. Στην ζύμη του έβαζαν και λίγη ζάχαρη, ενώ την επάνω επιφάνειά του, την άλειφαν με αυγό και την στόλιζαν με κεντήδια. Την τύλιγαν δε σε άσπρο, με κεντήδια, μικρό τραπεζομάντηλο (μεσάλι), βάζοντας μαζί και λίγα κόκκινα αυγά.
Τα παιδιά κρατώντας την στα χέρια επισκέπτονταν τα σπίτια του νονού και των παππούδων τους και το πρωϊνό αυτό μπορούσε να δει κανείς τα μικρά παιδιά να έχουν γεμίσει τους δρόμους του χωριού τους με τις Πασχαλιές στα χέρια τους. Ευτυχώς, αυτήν την εικόνα την συναντάμε και σήμερα
στα Ρουμλουκιώτικα χωριά.

Αν ο νονός και οι παππούδες έμεναν σε άλλο χωριό, έπρεπε να συνοδεύσει τα παιδιά ο πατέρας τους με το αμάξι του, ενώ την εποχή που υπήρχε ο γειτονικός Βάλτος, η μεταφορά τους από το ένα παραλίμνιο στο άλλο διεξάγονταν με τις πλάβες( βάρκα χωρίς καρίνα).

Ο νονός ή οι παππούδες παρελάμβαναν την Πασχαλιά και τα φιλοδωρούσαν βάζοντας τα χρήματα μέσα στο μεσάλι  που την είχαν τυλιγμένη. Στο μεσάλι έβαζαν επίσης ως δώρο και λίγα κόκκινα αυγά.
Παλαιότερα, την χρονιά που ο νονός θα έντυνε το βαπτισήμι του δίνοντάς του ως δώρο ολόκληρη φορεσιά, το βαπτιστήμι ανταπέδιδε το δώρο στον νονό του προσφέροντας του ένα αρνί, του οποίου την ράχη και το επάνω τμήμα του κεφαλιού του έβαφαν με κόκκινο χρώμα και το στόλιζαν με λουλούδια. Το αρνί αυτό παραδίδονταν στον νάρθηκα της εκκλησίας.

Το μεσημέρι, άνοιγαν τον φούρνο και έβγαζαν τα ταψιά με τα αρνιά. Μετά από 40 και πλέον ημέρες αυστηρής νηστείας, έτρωγαν κρέας και το τραπέζι ήταν γιορτινό. Ο πιο ηλικιωμένος της οικογένειας, συνήθως ο παππούς, έπαιρνε την πλάτη του αρνιού και μελετούσε το οστό, για να προβλέψει τα μελλούμενα της οικογένειας μέχρι το τέλος του έτους.

Μετά το τραπέζι, όλοι οι συγχωριανοί συγκεντρώνονταν ντυμένοι με τις γιορτινές φορεσιές τους στο μεσοχώρι του χωριού, όπου διοργάνωναν μεγάλο χορό με τραγούδια που τραγουδούσαν οι ίδιοι ή με την συνοδεία οργάνων.
Την Λειτουργία της Τρίτης Ανάστασης, την εποχή της Τουρκοκρατίας, την παρακολουθούσαν διακριτικά και αρκετοί από τους μουσουλμάνους μπέηδες των χωριών, κυρίως δε οι Τουρκικής καταγωγής, που προσέφεραν την ίδια την ημέρα στον ναό ως τάμα διάφορα ζώα και αρκετές στάμνες με λάδι.

Και αυτά η εκκλησιαστική επιτροπή τα έβγαζε σε δημοπρασία, όπως επίσης τα υφαντά που πρόσφεραν οι γυναίκες στον Εσταυρωμένο το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης και τα ζώα που οι χριστιανοί παρέδιδαν στην εκκλησία ως τάματα.

Τους Τούρκους μπέηδες, τους προσκαλούσαν στα σπίτια τους ο μουχτάρης (πρόεδρος) του χωριού, συνήθως οι πιο σημαίνοντες της Κοινότητας, για να τους κεράσουν για το Πάσχα, επισκέψεις που και οι ίδιοι ανταπέδιδαν όταν οι μουσουλμάνοι γιόρταζαν το μπαϊράμι κατά την τελευταία ημέρα του Ραμαζανιού.

Τις ίδιες τέλος επισκέψεις πραγματοποιούσαν και οι χανούμισσες σύζυγοι των μπέηδων στις χριστιανές του χωριού, όπως επίσης και τα παιδιά τους στα χριστιανόπουλα, με τα οποία παρακολουθούσαν μαζί μαθήματα στα ελληνικά σχολεία ή τα γραμματοδιδασκαλεία των χωριών.

Προτείνουμε


Δημοσίευση σχολίου

Το τοπικό Portal Διαβατός Ημαθίας ενθαρρύνει τη δημόσια έκφραση των αναγνωστών του εφόσον τηρούνται οι βασικοί κανόνες δημοσιότητας, υβριστικά σχόλια ή σχόλια μη συμμορφωμένα με τους όρους χρήσης του blog, θα διαγράφονται! Ο «Διαβατός Ημαθίας» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές!

Νεότερη Παλαιότερη